- μολόχα
- Διετής ή πολυετής πόα της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής σε όλη την Ελλάδα. Η επιστημονική ονομασία του είναι μαλάχη ή μάλβα η αγρία. Ανθίζει από την άνοιξη ως το φθινόπωρο. Έχει πολύκλαδους κυλινδρικούς βλαστούς και φύλλα παλαμοειδή, λοβώδη. Τα άνθη είναι μεγάλα, ροδοϊώδη, με 5 πέταλα δισχιδή στην κορυφή και κάλυκα πεντάλοβο· έχουν επίσης ένα υποκαλύκι με τρία φυλλίδια. Καρπός κάψα σύνθετη από καρπίδια κιτρινωπά, λεία. Αυτή είναι η κυρίως φαρμακευτική μ. επειδή έχει μαλακτικές και καταπραϋντικές ιδιότητες: τα φύλλα της, και κυρίως τα άνθη (μολοχάνθη), χρησιμοποιούνται ως κατάπλασμα, αφέψημα ή εκχύλισμα σε περιπτώσεις ενοχλήσεων του αναπνευστικού, του πεπτικού και του ουροποιητικού συστήματος.
Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ ακόμα είδη μ., όπως μ. η. στρογγυλόφυλλη, μ. η κρητική, μ. η ορεινή, μ. η μικροφυής κλπ. Συγγενή είδη (όπως μ. η ουλόφυλλη και μ. η ερυθρόχρωμη) καλλιεργούνται στους κήπους ως καλλωπιστικά. Η μ. η ουλόφυλλη, ιθαγενής της Συρίας, παράγει κλωστικές ίνες, που χρησιμοποιούνται για κατασκευή υφασμάτων και σχοινιών.
Ονομάζονται κοινώς μ. και τα αυτοφυόμενα στην Ελλάδα είδη του συγγενούς γένους λαβατέρα. Ένα από αυτά, η δενδρώδης φτάνει ύψος 1-2 μ. και αντέχει στις παραθαλάσσιες τοποθεσίες.
Η μολόχα (μαλάχη ή μάλβα η άγρια), ποώδες διετές ή πολυετές φυτό της οικογένειας των μαλαχιδών, είναι κοινή στην ελληνική χλωρίδα.
* * *και μελόχη και μολόχη, η (Α μολόχη)νεοελλ.κοινή, σήμερα, ονομασία τών 8 ελληνικών ειδών τού γένους μάλβα, καθώς και τών 5 ελληνικών ειδών τού γένους αλθαίααρχ.το ποώδες φυτό μαλάχη η αγρία.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού μαλάχη. Η διαφορά τού φωνηεντισμού παραμένει ανερμήνευτη].
Dictionary of Greek. 2013.